- ταλαντευομένῃ
- ταλαντεύωbalancepres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταλαντευομένη — ταλαντεύω balance pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορά — η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α [παραφέρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β.… … Dictionary of Greek
Κονστάν, Μπενζαμέν — I (Henri Benjamin Constant de Rebecque, Λoζάνη 1767 – Παρίσι 1830). Γάλλος πολιτικός και συγγραφέας, ελβετικής καταγωγής. Σπούδασε σε γερμανικά και αγγλικά πανεπιστήμια. Μετά τη Γαλλική επανάσταση, την οποία αναγνώρισε ως θετικό ιστορικό γεγονός … Dictionary of Greek
ρητορικά σχήματα — Καθιερωμένοι τύποι όχι κοινών γλωσσικών εκφράσεων, που έχουν σκοπό να καλλωπίζουν τον λόγο. Ως τεχνική του ωραίου γραψίματος, η ρ. διέκρινε το αντικείμενό της σε δυο χωριστές σφαίρες: την επινόηση, δηλαδή την εκλογή και τη διαδοχική σειρά των… … Dictionary of Greek